- τελωνείο(ν)
- το таможня
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τελωνείο — Ο τόπος, το ίδρυμα στο οποίο εισπράττεται ο δασμός των εμπορευμάτων που εισάγονται και εξάγονται. Η υπηρεσία που επιβλέπει την είσπραξη των δασμών εισαγωγής και εξαγωγής. Στην Ελλάδα ο πρώτος οργανισμός τελωνειακής υπηρεσίας έγινε με ψήφισμα του… … Dictionary of Greek
τελωνείο — το 1. δημόσια υπηρεσία αρμόδια για τη είσπραξη των εισαγωγικών και εξαγωγικών δασμών. 2. το οίκημα όπου είναι εγκαταστημένα τα γραφεία της: Η είσοδος του τελωνείου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τελωνειακός — και τελωνιακός, ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο τελωνείο 2. φρ. α) «τελωνειακή αρχή» ή «τελωνειακές αρχές» το τελωνείο β) «τελωνειακή υπηρεσία» το τελωνείο γ) «τελωνειακή ένωση» (οικον. διεθν. δίκ.) συμφωνία μεταξύ δύο ή περισσότερων … Dictionary of Greek
Πειραιάς — Πόλη της Αττικής, το μεγαλύτερο λιμάνι της Ελλάδας, επίνειο των Αθηνών, από τα σημαντικότερα εμπορικά και βιομηχανικά κέντρα της χώρας και πρωτεύουσα της ομώνυμης νομαρχίας της περιφέρειας Αττικής. Ο δήμος Π. και οι δήμοι Αγίου Ιωάννη Ρέντη,… … Dictionary of Greek
δεκάτη — Φόρος που είχε επιβληθεί από τον Πεισίστρατο στα αγροτικά προϊόντα των Αθηναίων και αντιστοιχούσε στο ένα δέκατο της παραγωγής τους. Οι Πεισιστρατίδες μείωσαν τον φόρο αυτό στο ένα εικοστό. Αργότερα, ο Ξενοφών επέβαλε τη φορολογία στους… … Dictionary of Greek
υποτελωνείο — το, Ν τελωνείο δεύτερης τάξης, σε μικρό λιμάνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) + τελωνείο. Η λ., στον λόγιο τ. ὑποτελωνεῖον, μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] … Dictionary of Greek
αναζήτητος — η, ο αυτός που δεν αναζητήθηκε, δεν ερευνήθηκε, ο ανερεύνητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναζητώ. Η στερ. σημασία προήλθε από τον αναβιβασμό τού τόνου. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Εφημερίς (αναζήτητο αντικείμενο σε τελωνείο)] … Dictionary of Greek
διαμετακομίζω — 1. μεταφέρω από έναν τόπο στον άλλο διά μέσου τρίτου τόπου 2. μεταφέρω από τελωνειακή αποθήκη σε άλλη αποθήκη ή σε άλλο τελωνείο ή σε άλλη χώρα αφορολόγητα εμπορεύματα … Dictionary of Greek
δουάνα — και ντοάνα, η τελωνείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < (βεν.) doana] … Dictionary of Greek
εκτελωνίζω — εξάγω και παραλαμβάνω εμπόρευμα από το τελωνείο μετά τις νόμιμες διατυπώσεις και την καταβολή τού σχετικού τέλους … Dictionary of Greek
εκτελώνιση — η η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού εκτελωνίζω, ο εκτελωνισμός, το σύνολο τών διατυπώσεων που ορίζουν οι νόμοι μέ τις οποίες εξάγωμε και παραλαμβάνουμε εμπορεύματα από το τελωνείο … Dictionary of Greek